- Μελιταῖος
- Μελῐταῖος, α, ον,A of or from Melita ([place name] Malta), κυνίδιον M. Maltese lapdog, Arist.HA612b10, cf. Thphr.Char.21.9, Str.6.2.11, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελιταίος — α, ο (Α μελιταῑος, α, ον) [Μελίτη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Μελίτη, δηλ. τη Μάλτα, ή αυτός που προέρχεται από το νησί Μελίτη («ἡ δ ἴκτις ἐστὶ μὲν τὸ μέγεθος ἡλίκον Μελιταῑον κυνίδιον τῶν μικρῶν», Αριστοτ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek
μελιταίος — ο φρ., «μελιταίος πυρετός», λοιμώδης αρρώστια που μεταδίδεται με το άβραστο γάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μελιταίων — Μελιταῖος of fem gen pl Μελιταῖος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελιταιέων — Μελιταῖος of masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελιταίοις — Μελιταῖος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελιταίου — Μελιταῖος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελιταίους — Μελιταῖος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελιταίῳ — Μελιταῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελίταια — Μελιταῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
Μελιταία — Μελιταίᾱ , Μελιταῖος of fem nom/voc/acc dual Μελιταίᾱ , Μελιταῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)